- πυτιάζω
- ΝΜ [πυτία]1. πήζω γάλα με πυτιά2. ρίχνω πυτιά μέσα σε γάλα για την παρασκευή τυριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπυτιάζω — και πυτιάζω (Α ἐμπυτιάζω) πήζω γάλα με πυτιά, ρίχνω πυτιά μέσα στο γάλα για να παρασκευάσω τυρί ή γιαούρτι, πήζω … Dictionary of Greek